αγικός

αγικός
-ή, -ό [άγιος]
1. αυτός που αναφέρεται σε άγιο
2. (ο πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα αγικά
α) όλα τα εκκλησιαστικά αντικείμενα, όπως εικόνες, άμφια, σκεύη, άνθη επιταφίου κ.λπ.
β) θρησκευτικές ιεροτελεστίες (ευχέλαιο, αγιασμός, εξορκισμοί) που αποβλέπουν στην αποτροπή τής δαιμονικής επήρειας ή στη θεραπεία ασθενών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”